εὐθαρσέω
English (LSJ)
A to be of good courage, And.2.16: prob. to be written divisim in A. Th. 34, Supp.1015.
German (Pape)
[Seite 1068] getrost, unerschrocken, gutes Muthes sein; εὐθαρσεῖτε Aesch. Spt. 34; Suppl. 993; Andoc. 2, 16.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθαρσέω: ἔχω καλὸν θάρρος, εἶμαι εὔτολμος, Ἀνδοκ. 21. 38· ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 34, Ἱκ. 1015, ὁ Μεδ. Κῶδ. ἔχει εὖ θ. διῃρημένως, δηλ. εὖ θαρσεῖτε ἀντὶ τοῦ κοινοῦ εὐθαρσεῖτε.