ον, (μύκλος)
A having nine stripes or folds, hence, nine years old, ὄνος Call.Fr.180, cf. Hsch.
[Seite 847] (s. μύκλα), ueunjährig, Antim. 77.
ἐννεάμυκλος: -ον, (ἴδε μύκλα) ἔχων ἐννέα ἐτῶν ἡλικίαν, Ἀντίμαχος 77, Καλλ. Ἀποσπ. 180, ἔνθα ἴδε σημ.