ον,
A resolved by the people, ψῆφος A.Supp.942.
[Seite 563] vom Volk gemacht; ψῆφος Aesch. Suppl. 932.
δημόπρακτος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ λαοῦ πραχθείς ,Αἰσχύλ. Ἱκ. 942.