ή, όν,
A destructive, fatal, Arist.Pr.865a8, Poll.5.132.
[Seite 611] ή, όν, verderblich, φάρμακον Poll. 5, 132.
διαφθαρτικός: -ή, -όν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Προβλ. 1. 47, Πολυδ. Ε΄, 132.