διαφθαρτικός

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφθαρτικός Medium diacritics: διαφθαρτικός Low diacritics: διαφθαρτικός Capitals: ΔΙΑΦΘΑΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaphthartikós Transliteration B: diaphthartikos Transliteration C: diafthartikos Beta Code: diafqartiko/s

English (LSJ)

διαφθαρτική, διαφθαρτικόν, destructive, fatal, Arist.Pr.865a8, Poll.5.132.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
destructivo φάρμακον Arist.Pr.865a8, Poll.5.132, c. gen. δ. τῆς ψυχῆς Apollon.Lex.s.u. θυμοραϊστής.

German (Pape)

[Seite 611] ή, όν, verderblich, φάρμακον Poll. 5, 132.

Russian (Dvoretsky)

διαφθαρτικός: губительный, гибельный, т. е. ядовитый (φάρμακον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διαφθαρτικός: -ή, -όν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Προβλ. 1. 47, Πολυδ. Ε΄, 132.

Greek Monolingual

διαφθαρτικός -ή, -όν (Α)
ολέθριος, καταστρεπτικός.