ἐνθυμηματώδης
English (LSJ)
ες,
A enthymematic, Arist. Rh.Al.1439a5.
German (Pape)
[Seite 843] ες, sentenzenartig, -reich.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθυμηματώδης: -ες, ἔχων ἐνθυμήματα, ἐνθυμηματικός, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 33. 3.
ες,
A enthymematic, Arist. Rh.Al.1439a5.
[Seite 843] ες, sentenzenartig, -reich.
ἐνθυμηματώδης: -ες, ἔχων ἐνθυμήματα, ἐνθυμηματικός, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 33. 3.