ἐνθυμηματικός
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
ἐνθυμηματική, ἐνθυμηματικόν,
A determined, resolute, πρός τι Hp.Decent. 3.
2 skilled in the use of enthymemes, Arist.Rh.1354b22.
II consisting of enthymemes or in the form of enthymemes, ῥητορεῖαι ib. 1356b21; θόρυβοι Epicur.Nat.14.9: Comp. ἐνθυμηματικώτερον, σχῆμα Corn.Rh.p.397 H. Adv. ἐνθυμηματικῶς = with the form of an enthymeme Arist.Rh.1418b36, Theon Prog.5, etc.
Spanish (DGE)
(ἐνθυμημᾰτικός) -ή, -όν
I gener., de pers. resuelto, decidido πρὸς τὰς ἀποσιγήσιας ἐνθυμηματικοὶ καὶ καρτερικοί Hp.Decent.3.
II ret.
1 de pers. hábil en el empleo de entimemas ῥήτορες Arist.Rh.1356b22, cf. 1354b22, Steph.in Rh.268.13.
2 de cosas y abstr. consistente o basado en entimemas ῥητορεῖαι ἐνθυμηματικαί ejercicios retóricos basados en entimemas op. παραδειγματώδης ‘basado en ejemplos’, Arist.Rh.1356b21, λόγοι Arist.Rh.1356b25, σχῆμα Corn.Rh.249, περίοδος Hermog.Inu.4.3 (p.177), ἀπόδειξις Sch.Pl.Grg.456b (p.465), συλλογισμός Steph.in Rh.265.27
•en cont. polémico en forma de entimemas, a base de entimemas θόρυβοι ἐνθυμηματικοὶ καὶ ἀποφθεγματικοί Epicur.Nat.14.42.1
•neutr. subst. τὸ ἐνθυμηματικόν = argumentación como rasgo del estilo de Tucídides, D.H.Pomp.5.3.
III adv. ἐνθυμηματικῶς ret. en forma de o mediante entimema Arist.Rh.1418b36, Corn.Rh.248, Theo Prog.99.34, σχημάτισον ... αὐτὸ ἐνθυμηματικῶς καὶ ῥητορικῶς Steph.in Rh.265.28, cf. 30.
German (Pape)
[Seite 843] ή, όν, aus rhetorischen Schlüssen, Enthymemen bestehend, ῥητορεῖαι Arist. rhet. 1, 2; δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα τοῦτο δυνάμενος θεωρεῖν, ἐκ τίνων καὶ πῶς γίγνεται συλλογισμός, οὗτος καὶ ἐνθυμηματικὸς ἂν εἴη μάλιστα, 6, 1, ein sentenzenreicher, schlagender Redner; – auch adv., ibd. 3, 17.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 en forme d'enthymème;
2 apte à raisonner, bon dialecticien.
Étymologie: ἐνθύμημα.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθῡμηματικός:
1 построенный на предположительных умозаключениях, энтимематический (ῥητορεῖαι Arst.);
2 пользующийся энтимемами (ῥήτορες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθῡμηματικός: -ή, -όν, ἔμπειρος ἐν τῇ χρήσει τῶν ἐνθυμημάτων, Ἱππ. 22. 49, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 9. ΙΙ. συνιστάμενος ἐξ ἐνθυμημάτων, ῥητορεῖαι ἐνθυμηματικαὶ αὐτόθι 1. 2, 10. - Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 3. 17, 17.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐνθυμηματικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ενθύμημα
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από ενθυμήματα («εἰσὶν γὰρ αἱ μὲν παραδειγματώδεις ῥητορεῖαι, αἱ δὲ ἐνθυμηματικαί», Αριστοτ.)
2. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του ενθυμήματα, έμπειρος στη χρήση ενθυμημάτων
3. αποφασιστικός, τολμηρός, θρασύς.