ἐνθυμηματικός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἐνθυμηματική, ἐνθυμηματικόν,
A determined, resolute, πρός τι Hp.Decent. 3.
2 skilled in the use of enthymemes, Arist.Rh.1354b22.
II consisting of enthymemes or in the form of enthymemes, ῥητορεῖαι ib. 1356b21; θόρυβοι Epicur.Nat.14.9: Comp. ἐνθυμηματικώτερον, σχῆμα Corn.Rh.p.397 H. Adv. ἐνθυμηματικῶς = with the form of an enthymeme Arist.Rh.1418b36, Theon Prog.5, etc.
Spanish (DGE)
(ἐνθυμημᾰτικός) -ή, -όν
I gener., de pers. resuelto, decidido πρὸς τὰς ἀποσιγήσιας ἐνθυμηματικοὶ καὶ καρτερικοί Hp.Decent.3.
II ret.
1 de pers. hábil en el empleo de entimemas ῥήτορες Arist.Rh.1356b22, cf. 1354b22, Steph.in Rh.268.13.
2 de cosas y abstr. consistente o basado en entimemas ῥητορεῖαι ἐνθυμηματικαί ejercicios retóricos basados en entimemas op. παραδειγματώδης ‘basado en ejemplos’, Arist.Rh.1356b21, λόγοι Arist.Rh.1356b25, σχῆμα Corn.Rh.249, περίοδος Hermog.Inu.4.3 (p.177), ἀπόδειξις Sch.Pl.Grg.456b (p.465), συλλογισμός Steph.in Rh.265.27
•en cont. polémico en forma de entimemas, a base de entimemas θόρυβοι ἐνθυμηματικοὶ καὶ ἀποφθεγματικοί Epicur.Nat.14.42.1
•neutr. subst. τὸ ἐνθυμηματικόν = argumentación como rasgo del estilo de Tucídides, D.H.Pomp.5.3.
III adv. ἐνθυμηματικῶς ret. en forma de o mediante entimema Arist.Rh.1418b36, Corn.Rh.248, Theo Prog.99.34, σχημάτισον ... αὐτὸ ἐνθυμηματικῶς καὶ ῥητορικῶς Steph.in Rh.265.28, cf. 30.
German (Pape)
[Seite 843] ή, όν, aus rhetorischen Schlüssen, Enthymemen bestehend, ῥητορεῖαι Arist. rhet. 1, 2; δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα τοῦτο δυνάμενος θεωρεῖν, ἐκ τίνων καὶ πῶς γίγνεται συλλογισμός, οὗτος καὶ ἐνθυμηματικὸς ἂν εἴη μάλιστα, 6, 1, ein sentenzenreicher, schlagender Redner; – auch adv., ibd. 3, 17.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 en forme d'enthymème;
2 apte à raisonner, bon dialecticien.
Étymologie: ἐνθύμημα.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθῡμηματικός:
1 построенный на предположительных умозаключениях, энтимематический (ῥητορεῖαι Arst.);
2 пользующийся энтимемами (ῥήτορες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθῡμηματικός: -ή, -όν, ἔμπειρος ἐν τῇ χρήσει τῶν ἐνθυμημάτων, Ἱππ. 22. 49, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 9. ΙΙ. συνιστάμενος ἐξ ἐνθυμημάτων, ῥητορεῖαι ἐνθυμηματικαὶ αὐτόθι 1. 2, 10. - Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 3. 17, 17.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐνθυμηματικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ενθύμημα
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από ενθυμήματα («εἰσὶν γὰρ αἱ μὲν παραδειγματώδεις ῥητορεῖαι, αἱ δὲ ἐνθυμηματικαί», Αριστοτ.)
2. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του ενθυμήματα, έμπειρος στη χρήση ενθυμημάτων
3. αποφασιστικός, τολμηρός, θρασύς.