εὐαγγελιστής

Revision as of 09:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A bringer of good tidings: hence, evangelist, preacher of the gospel, Act.Ap.21.8.    II proclaimer of oracular messages, IG12(1).675 (Rhodes).

German (Pape)

[Seite 1054] ὁ, der Verkündiger froher Botschaft, der Evangelist, N. T., K. S.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαγγελιστής: -οῦ, ὁ, ὁ Φέρων καλὰς ἀγγελίας: 1) κήρυξ τοῦ Εὐαγγελίου, Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 8, Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφέσ. δ΄, 11, π. Τιμόθ. Β΄, δ΄. 5, κτλ. 2) Εὐαγγελιστής, συγγραφεὺς ἑνὸς τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων· περὶ τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν Ματθαίου, Μάρκου, Λουκᾶ καὶ Ἰωάννου. 3) μετωνυμ. = εὐαγγέλιον, Εὐχολόγ. σ. 54.