ον, Adj. from ἀεί,
A everlasting, Hsch.
[Seite 39] immerwährend, Sp. für ἀΐδιος.
ἀείδιος: -ον, ἐπιθ. ἐκ τοῦ ἀεί, ὡς τὸ sempiternus ἐκ τοῦ semper = αἰώνιος, Χρησμ. παρὰ Διδύμ. περὶ Τριάδος 2. 17. 1. «ἀείδιον, ἀένναον, ἀεὶ ὄν», Ἡσύχ.