ἀΐδιος

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀΐδιος Medium diacritics: ἀΐδιος Low diacritics: αΐδιος Capitals: ΑΪΔΙΟΣ
Transliteration A: aḯdios Transliteration B: aidios Transliteration C: aidios Beta Code: a)i/+dios

English (LSJ)

[ᾱῐδ], ον, also η, ον, Orph.H.10.21, al., (ἀεί):—everlasting, eternal, h.Hom.29.3, Hes.Sc.310; freq. in Prose, χρόνος Antipho 1.21; ἔχθρα Th.4.20; οἴκησις, of a tomb, X.Ages.11.16; ἡ ἀΐδιος οὐσία = eternity, Pl.Ti.37e; ἀΐδιος στρατηγία, ἀΐδιος ἀρχή, ἀΐδιος βασιλεία, perpetual... Arist. Pol.1285a7, 1317b41, 1301b27; ἀΐδιοι βασιλεῖς, ἀΐδιοι γέροντες, ib.1284b33, 1306a17; τὰ ἀΐδια, opp. τὰ γενητά and φθαρτά, Id.Metaph.1069a32, EN 1139b23, al.; ἐς ἀΐδιον = for ever, Th.4.63; ad infinitum, Arist.PA 640a6; ἐξ ἀϊδίου Plot.2.1.3: Comp. ἀϊδιώτερος Arist.Cael.284a17:—ἀΐδιος is distinct from αἰώνιος as everlasting from timeless, Olymp.in Mete.146.16; but distinct from ἀείζωος as eternal (without beginning or end) from everliving, Corp.Herm.8.2. Adv. ἀϊδίως Sm.Mi.7.18, Iamb.Comm.Math. 1, Hierocl.in CA1p.419M.

German (Pape)

[Seite 51] ον (ἀεί), immerwährend, ewig, H. II. 29, 3; Hes. Sc. 310 πόνος Nach Plat. Def. 411 a τὸ κατὰ πάντα χρόνον καὶ πρότερον ὃν καὶ νῦν καὶ μὴ ἐφθαρμένον. Oft in Prosa, z. B. ἔχθρα Thuc. 4, 20; χρόνος Antiph. 1, 21; mit ἀθάνατος verb., Plat. Phaed. 106 d; mit θεῖος Tim. 40 b. Daher οἴκησις ἀΐδιος, das Grab, Xen. Ag. 11, 16; ἐς ἀΐδιον, auf ewig, Thuc. 4, 63. – Das fem. ἀϊδίη Orph. H. öfter; – τὸ ἀΐδιον, Ewigkeit, Plat. Tim. 29 a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 éternel ; ἐς ἀΐδιον THC pour toujours;
2 perpétuel.
Étymologie: ἀεί.

Russian (Dvoretsky)

ἀΐδιος: (ῐδ)
1 вечный (ἕδρα HH; πόνος Hes.; ἔχθρα Thuc.; χρόνος Arst.; δόξα Plut.): ἡ ἀ. οὐσία Plat. вечная сущность; ἀ. οἵκησις Xen. вечное жилище, т. е. могила;
2 пожизненный, бессрочный (ἀρχή, βασιλεία Arst.): ἀ. φυγή Plut. пожизненное изгнание.

Greek (Liddell-Scott)

ἀΐδιος: [ᾱῐδ], ον καὶ η, ον, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 21, κτλ. (ἀεί). Αἰώνιος, παντοτεινός, ἀντὶ ἀείδιος, Ὕμν. Ὁμ. 29. 3. Ἡσ. Ἀσπ. 310. Συχνὸν παρὰ πεζοῖς, ἀΐδ. χρόνος, Ἀντιφῶν 113, 36· ἔχθρα, Θουκ. 4. 20· ἀ. οἴκησις, περὶ τάφου, Ξεν. Ἀγησ. 11. 16· ἡ ἀ. οὐσία, = ἡ ἀϊδιότης, Πλάτ. τίμ. 37Ε: ἀ. στρατηγία, ἀρχή, βασιλεία, ναυαρχία, = ἀδιάλειπτος, διηνεκής ..., Ἀριστ. Πολ. 3. 14. 4., 4. 15, 1: οὕτως ἀ. βασιλεῖς, γέροντες, αὐτόθι 3. 13, 25., 5. 6, 11· τὰ ἀ., κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὰ γενητὰ καὶ φθαρτά, ὁ αὐτ. Μεταφ. 8. 8, 15, Ἠθ. Ν. 6, 3, 2, καὶ ἀλλ.: - ἐς ἀΐδιον = ἐς ἀεί, εἰς τὸν ἀεὶ χρόνον, Θουκ. 4. 63· ὡσαύτως ad infinitum, εἰς ἄπειρον, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 1. 1, 14.

English (Abbott-Smith)

ἀΐδιος, -ον (< ἀεί), [in LXX: Wi 7:26, IV Mac 10:15 *;]
everlasting (freq. in Inscr.; MM, VGT, s.v.): Ro 1:20, Ju 6. †SYN.: αἰώνιος, also freq. in Inscr. (Deiss., BS, 363 J. The etymological distinction between the meanings of the two words seems not to be retained in late Greek (v. Thayer, s.v., αἰώνιος; cf. Cremer, 79, 611).

English (Strong)

from ἀεί; everduring (forward and backward, or forward only): eternal, everlasting.

English (Thayer)

(for ἀείδιος from ἀεί), eternal, everlasting: (Homer hymn. 29,3; Hesiod scut. 310, and from Thucydides down in prose; (frequent in Philo, e. g. de profug. § 18 (ζῶν ἀΐδιος), § 31; de opif. mund. § 2, § 61; de cherub. § 1, § 2, § 3; de post. Cain. § 11at the end, Synonym: see αἰώνιος).)

Greek Monotonic

ἀΐδιος: [ᾱῐδ], -ον, επίσης , -ον (ἀεί), παντοτινός, αιώνιος, σε Ησίοδ., Αττ.· ἐς ἀΐδιον, για πάντα, σε Θουκ.

Chinese

原文音譯:¢dioj 阿衣笛哦士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-覺察的
字義溯源:永恒,永遠的;源自(ἀεί)*=經常)。這字是指持續的時間,既沒有開始,也沒有終結;神和他的話乃是永遠的。有的解經家也把人間的智慧列為永恆的。
同義字:1) (ἀΐδιος)永恆,永遠 2) (αἰώνιος)永久的 3) (διηνεκής)一直延伸,永遠的
出現次數:總共(2);羅(1);猶(1)
譯字彙編
1) 用永遠的(1) 猶1:6;
2) 永遠的(1) 羅1:20