αἱματεκχυσία
English (LSJ)
ἡ,
A shedding of blood, Ep.Heb.9.22.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματεκχυσία: ἡ, ἡ χύσις αἵματος, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. θ΄, 22, Ἐκκλ.
ἡ,
A shedding of blood, Ep.Heb.9.22.
αἱματεκχυσία: ἡ, ἡ χύσις αἵματος, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. θ΄, 22, Ἐκκλ.