χύσις
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ, (χέω)
A shedding, pouring out or forth, αἱμάτων Thphr. Fragmenta 174.6(pl.): metaph., squandering, οὐσίας Alciphr.1.21.
2 diffusion, e.g. of nutriment, Gal.6.87; opp. πίλησις, Id.Nat.Fac.1.3 (pl.); coupled with ἀνάλυσις, διάλυσις, Chrysipp.Stoic.2.136, cf. 188.
3 melting, κηροῦ S.E.P.3.14; casting, fusing, Str.16.2.25.
4 dispersion, ἐν τῇ χ. τοῦ ἑνὸς πλῆθος γίγνεται Plot.6.6.1.
II liquid poured forth, flood, stream, ἐκχέασα γάποτον χ., of a libation, A.Ch.97; πόντου χ. Opp.H.5.78; ὕδατος Arat.393, A.R.4.1416: metaph, χρονίη χ. lapse of time, AP9.153 (Agath.).
2 of dry things, heap, φύλλων χ. Od.5.483, 19.443; νότος.. χύσιν κατεχεύατο φύλλων Call.Hec.1.1.11, cf. AP9.282 (Antip.Thess.); καλάμης Nic.Th.297.
3 metaph. of fluency or copiousness of speech, ascribed to Cicero in contrast to the ὕψος ἀπότομον of Demosthenes, ὁ Κικέρων ἐν χύσει Longin.12.4; ἡ χ. τῶν λέξεων Phld.Po.Herc. 1676.6.
4 quantity, abundance, σαρκῶν AP5.36 (Rufin.); χ. φαυλότητος a great deal of badness, Porph.Abst.3.2.
German (Pape)
[Seite 1385] ἡ, 1) das Gießen, Ausgießen, Ausschütten, Sp. – Auch das Flüssigmachen, Schmelzen; – χύσιν πολλὴν τῆς οὐσίας ἐργάζεσθαι, verschwenden, Alciphr. 1, 21. – 2) das Ausgegossene, Ausgeschüttete; der Guß, von der Libation, τάδ' ἐκχέουσα γάποτον χύσιν, Aesch. Ch. 95; und von trockenen Dingen, der aufgeschüttete Haufen, χύσις φύλλων Od. 5, 483. 487. 19, 443; – übh. große Masse, σαρκῶν Rutin. 4 (V, 37).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
effusion, épanchement ; en parl. de matières sèches χύσις φύλλων OD tas de feuilles tombées.
Étymologie: χέω.
Russian (Dvoretsky)
χύσις: εως (ῠ) ἡ χέω
1 растапливание: τὸ χεῖσθαι τὸν κηρὸν ἢ ἡ χ. τοῦ κηροῦ Sext. таяние воска или растапливание его;
2 жидкость, жижа (γάποτος χ. Aesch.);
3 течение, поток: χρονίη χ. Anth. поток времени;
4 куча, груда (φύλλων Hom.; λίθων Anth.);
5 куча листьев, подстилка (χ. χθαμαλή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χύσις: [ῠ], εως, ἡ, (χέω) ὡς καὶ νῦν, χύσιμον, αἱμάτων Θεοφρ. Ἀποσπ. 14. 6· μεταφ., σπατάλη, οὐσίας Ἀλκίφρων 1, 21. 2) τῆξις, κηροῦ Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 14. ΙΙ. ὡς τὸ χῦμα, ὑγρὸν κεχυμένον, ῥεῦμα, ῥοῦς, ῥύσις, ἐκχέασα γάποτον χ., δηλ. σπονδήν, Αἰσχύλ. Χο. 97· πόντου χ., Ὀππ. Ἀλ. 5. 78· ὕδατος Ἄρατ. 393, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1416· 2) ἐπὶ ξηρῶν πραγμάτων, φύλλων χ., σωρός, Ὀδ. Ε. 483., Τ. 443, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 282· καλάμου Νικ. Θηρ. 297· λίθων Ἀνθ. Παλατ. 8. 221· ποσότης μεγάλη, ἀφθονία, σαρκῶν Ἀνθ. Παλατ. 5. 37· ἄρτων Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 15. 3) μεταφ. ἐπὶ τῆς παρόδου τοῦ χρόνου, χρονίη χ. Ἀνθ. Παλατ. 9. 153. 4) μεταφορ., ὡσαύτως ἐπὶ εὐροίας λόγου, ἀρετῆς ἀποδιδομένης εἰς τὸν Κικέρωνα κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀπότομον ὕψος τοῦ Δημοσθένους Λογγῖν. 12. 4.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. χύση.
Greek Monotonic
χύσις: -εως[ῠ], ἡ (χέω)·
1. χύσιμο, ροή, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για ξηρά πράγματα, σωρός, φύλλων χύσις, σε Ομήρ. Οδ.· ποσότητα σαρκῶν, σε Ανθ.
3. μεταφ., πάροδος χρόνου, στο ίδ.
Middle Liddell
χῠ́σις, εως, [χέω]
1. a flood, stream, Aesch.
2. of dry things, a heap, φύλλων χ. Od.: a quantity, σαρκῶν Anth.
3. metaph. of the lapse of time, Anth.