τρισέγγονος
Greek (Liddell-Scott)
τρισέγγονος: ὁ, ἔγγονος πέμπτου βαθμοῦ, Λατιν. trinepos, Θεόφιλ. Ἀντικένσ. 3. 6, 6· οὕτω τρισεγγόνη, ἡ, ὁ αὐτ. 3. 6, 6.
τρισέγγονος: ὁ, ἔγγονος πέμπτου βαθμοῦ, Λατιν. trinepos, Θεόφιλ. Ἀντικένσ. 3. 6, 6· οὕτω τρισεγγόνη, ἡ, ὁ αὐτ. 3. 6, 6.