κροτάλισμα
German (Pape)
[Seite 1513] τό, Beifallgeklatsch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κροτάλισμα: τὸ, ἦχος οἷον κροτάλου, ἐπικρότησις, ἔπαινος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νικητ.
[Seite 1513] τό, Beifallgeklatsch, Sp.
κροτάλισμα: τὸ, ἦχος οἷον κροτάλου, ἐπικρότησις, ἔπαινος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νικητ.