A to be hard of hearing, Hp.Morb.2.4.
[Seite 434] schwer hören, Hippocr.
βᾰρυηκοέω: βαρέως, δυσκόλως ἀκούω, Ἱππ. 462 (Littr é 7. 10)· - οὐσιαστ. βαρῠηκοΐα, ἡ, δυσκολία περὶ τὴν ἀκοήν, δυσηκοΐα, ὁ αὐτ. Ἀφ. 1247.