πολυσύνδεσμος

Revision as of 09:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A using many conjunctions or connecting particles, Θουκυδίδης Sch.Th.2.41.

German (Pape)

[Seite 674] viele Verbindungen od. Verbindungswörter brauchend, Scholl.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσύνδεσμος: -ον, ὁ χρώμενος πολλοῖς συνδέσμοις, «πολυσύνδεσμός ἐστιν ὁ Θουκυδίδης ἢ πάντες οἱ Ἀττικοὶ» Σχόλ. εἰς Θουκ. 2. 41.