ἀγκιστροειδής

Revision as of 09:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A hook-shaped, barbed, Placit.1.3.18, etc. Adv. -δῶς Erot. s.v. ἠγκίστρενται.

German (Pape)

[Seite 14] ές, angelartig gekrümmt, Plut. plac. phil. 1, 3 (p. 356).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκιστροειδής: -ές, ἢ -ώδης, ες, ὁ ἔχων σχῆμα ἀγκίστρου, κεκυρτωμένος, Πολύβ. 34. 3, 5, Διόδ. 5. 34, Στράβ. 24, καὶ ἀλλ., διὰ τῶν ἀγκ. ἄστρων (ἀτόμων Heeren) Στοβ. Ἐκλ. Φυσ. 1. 22.