ἀρτόπτης

Revision as of 09:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὀπτάω)

   A baker, Hsch. s.v. πάσανος.    2 pan for baking bread, Plin.HN18.107.

German (Pape)

[Seite 363] ὁ, der Bäcker; auch Geräth zum Brotbacken, artopta, Sp. bei Poll. 10, 112.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτόπτης: -ου, ὁ, (ὀπτάω) ὁ ὀπτῶν ἄρτους, ἀρτοποιὸς ἢ ἀρτοπώλης, Ἡσύχ. ἐν λέξει πάσανος, πρβλ. Ἰουβενάλ. 5. 72. 2) σκεῦος πρὸς ὄπτησιν ἄρτου, Πολυδ. Ι΄, 112, πρβλ. Πλαῦτ. Αὔλ. 2. 9, 4, Πλίν. 18, 11, 28. § 107.