ἱππογέρανοι
English (LSJ)
οἱ,
A crane-cavalry, Luc.VH1.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππογέρᾰνοι: οἱ, ἱππικὸν ἐκ γεράνων, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.
οἱ,
A crane-cavalry, Luc.VH1.13.
ἱππογέρᾰνοι: οἱ, ἱππικὸν ἐκ γεράνων, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.