ἱππογέρανοι
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
οἱ, horsemen mounted on cranes, crane cavalry, Luc.VH1.13.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
cavaliers montés sur des grues.
Étymologie: ἵππος, γέρανος.
Russian (Dvoretsky)
ἱππογέρᾰνοι: οἱ гиппогераны, конежуравли (баснословное племя, ездившее верхом на журавлях) Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππογέρᾰνοι: οἱ, ἱππικὸν ἐκ γεράνων, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.
Greek Monolingual
ἱππογέρανοι, οί (Α)
ιππικό από γερανούς, δηλαδή ιππείς που ιππεύουν γερανούς αντί για ίππους.
Greek Monotonic
ἱππογέρᾰνοι: οἱ, ιππικό αποτελούμενο από γερανούς, σε Λουκ.