ον,
A twelvefold, Plu.2.1028c; also δωδεκα-πλᾰσίων, ον, gen. ονος, Orib.Fr.102.
[Seite 694] α, ον, zwölffach, Plut. de animi procr. 31.
δωδεκαπλάσιος: -ον, δωδεκάκις τόσος, Πλούτ. 2. 1028C.