δωδεκαπλάσιος

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκαπλᾰ́σιος Medium diacritics: δωδεκαπλάσιος Low diacritics: δωδεκαπλάσιος Capitals: ΔΩΔΕΚΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: dōdekaplásios Transliteration B: dōdekaplasios Transliteration C: dodekaplasios Beta Code: dwdekapla/sios

English (LSJ)

δωδεκαπλάσιον, twelvefold, Plu.2.1028c; also δωδεκαπλασίων, ον, gen. ονος, Orib.Fr.102.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): δυοδεκαπλάσιος Bito 59.7 (cód.)
duodécuplo, doce veces uno de la relación entre el diámetro del sol y el de la tierra, Plu.2.1028c, cf. Papp.422, ἔλαιος δ. doce veces mayor cantidad de aceite Gal.13.587
neutr. subst. τὸ δωδεκαπλάσιον Bito l.c.
neutr. sg. como adv. ἂν γὰρ ᾖ δωδεκαπλάσιον αὐτοῦ θᾶττον ... pues si es doce veces más rápido que él ... Them.in Ph.200.14.

German (Pape)

[Seite 694] α, ον, zwölffach, Plut. de animi procr. 31.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
douze fois aussi grand.
Étymologie: δώδεκα, -πλάσιος.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκαπλάσιος: (ᾰσ) двенадцатикратный: λόγος δ. Plut. отношение 12: 1.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκαπλάσιος: -ον, δωδεκάκις τόσος, Πλούτ. 2. 1028C.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM δωδεκαπλάσιος, -ον)
ο δώδεκα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος.