τό,
A jumiper, Juniperus foetidissima, D.S.2.49. II = βράθυ, Dsc.1.76.
[Seite 453] τό, eine Cedernart, D. Sic. 2, 49; LXX.
βόρατον: τό, εἶδος κέδρου, Διόδ. 2. 49, ἔνθα ἴδε Wessel.