ὕδερος
English (LSJ)
ὁ, (ὕδωρ)
A = ὕδρωψ, dropsy, Id.Int.22, Arist. EN1150b33, etc.; ὑδέρῳ νοσήματι Id.Fr.486. II ὕ. εἰς ἀμίδα diabetes, Gal.8.394; cf. ὑδεροῦν ( = τὸν ὕδερον), which is cited from Hp. by Erot. (but = τὸ ὑδρηλὸν χωρίον acc. to Epicles ap. eund.), prob. with ref. to ὕδρωπες in Aër.4.
Greek (Liddell-Scott)
ὕδερος: ὁ, (ὕδωρ) ὡς τὸ ὕδρωψ, Ἱππ. 543. 55., 544. 34, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 8, 1, κτλ.· ὑδέρῳ νοσήματι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 444. ΙΙΙ. ὕδερος εἰς ἀμίδα, ἡ νόσος διαβήτης, Ἰατρ.· πρβλ. τὸν τύπον ὑδεροῦς, ὁ, ὅστις μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιανῷ (σ. 372), ἀλλὰ δὲν ἀπαντᾷ ἐν τῷ Ἱπποκρατείῳ κειμένῳ.