ἐξαγόρευσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A telling out, betrayal, D.H.Rh.8.14. II = ἐξαγορεία, Ptol. Tetr.154.
German (Pape)
[Seite 861] ἡ, das Ausplaudern, Aussagen, D. Hal. rhet. 8, 14 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰγόρευσις: -εως, ἡ, τὸ ἐξαγορεύειν, ἐκλαλεῖν λόγον ἀπόρρητον, ἐκλάλησις, Διον. Ἁλ. Ρητ. 8. 14. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ.= ἐξομολόγησις, Βασίλ. ΙΙΙ. 1016Α, 1236Α, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. 229Α, Ἰω. Χρυσ. ΧΙΙ. 766Β, κλ.