ἐξαγόρευσις
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A telling out, betrayal, D.H.Rh.8.14.
II = ἐξαγορεία, Ptol. Tetr.154.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 proclamación, revelación ἀπορρήτου λόγου D.H.Rh.8.14
•abs. μοι δοκεῖ ὥσπερ τότε καιρὸς εἶναι τῆς σιωπῆς, οὕτω νῦν τῆς ἐξαγορεύσεως Gr.Naz.M.35.809A, cf. Poll.5.147, Rh.1.599.6.
2 crist. confesión de los pecados, c. gen. obj. ἁμαρτάδος Gr.Naz.M.37.1488A, τῶν παρεθέντων Basil.M.31.1016A, τῶν ἁμαρτημάτων Diad.Perf.87
•abs., Origenes M.17.232A, Eus.M.23.1297B, Gr.Naz.M.35.665B, M.36.369A, Gr.Nyss.Or.Dom.46.19, Cyr.Al.M.68.969B.
German (Pape)
[Seite 861] ἡ, das Ausplaudern, Aussagen, D. Hal. rhet. 8, 14 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰγόρευσις: -εως, ἡ, τὸ ἐξαγορεύειν, ἐκλαλεῖν λόγον ἀπόρρητον, ἐκλάλησις, Διον. Ἁλ. Ρητ. 8. 14. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ.= ἐξομολόγησις, Βασίλ. ΙΙΙ. 1016Α, 1236Α, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. 229Α, Ἰω. Χρυσ. ΧΙΙ. 766Β, κλ.