[ᾱ], ἡ,
A v.l. for ῥάχος,= ῥαχός 1.1, Poll.1.225 (ῥάχην ἢ ῥάχον). ῥάχι· τὸ στέμφυλον, Hsch.
[Seite 835] ἡ, = ῥάχος, ἡ, 3.
ῥάχη: ἡ, πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ ῥάχος, (ἡ), Ι, 2, ὃ ἴδε.