ῥάχη
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
[ᾱ], ἡ, v.l. for ῥάχος, = ῥαχός 1.1, Poll.1.225 (ῥάχην ἢ ῥάχον). ῥάχι· τὸ στέμφυλον, Hsch.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ῥάχη: ἡ, πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ ῥάχος, (ἡ), Ι, 2, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
(I)
η / ῥάχις, ΝΜΑ
1. το κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης μέρος του κορμού, δεξιά και αριστερά της, που περιλαμβάνεται μεταξύ ώμου και αυχένα προς τα επάνω και λεκάνης προς τα κάτω, η πλάτη
2. η σπονδυλική στήλη, η ραχοκοκαλιά (α. «με πονάει όλη μου η ράχη» β. «σύγκειται δ' ἡ ῥάχις ἐκ σφονδύλων, τείνει δ' ἀπὸ τῆς κεφαλῆς μέχρι πρὸς τὰ ἰσχία», Αριστοτ.)
3. η πλάγια ανηφορική έκταση όρους ή λόφου, η πλαγιά (α. «ράχη σε ράχη περπατεί, λημέρι σε λημέρι», δημ. τραγούδι
β. «κατέβαινε κατὰ τήν ἐπὶ τὰ πεδία κατατείνουσαν ῥάχιν», Πολ.)
4. κορυφογραμμή χαμηλού όρους ή λόφου (α. «στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη», Σολωμ.
β. «παράλληλοι δὲ τινες ῥάχεις ὀρῶν παρατείνουσι τῷ ποταμῷ», Στραβ.)
νεοελλ.
1. επίμηκες μεσαίο τμήμα του σώματος, αμφίπλευρης μεν συμμετρίας αλλά κυρτό, ενός ζώου, ή φυτού
2. μτφ. κάθε κυρτή ή οπίσθια επιφάνεια ενός σώματος ή αντικειμένου («η ράχη του βιβλίου»)
3. ο άξονας του φτερού ενός πτηνού
4. βοτ. α) ο κύριος άξονας ενός πτερωτού φύλλου
β) ο κύριος άξονας μιας ταξιανθίας
5. φρ. α) «η ράχη του καθίσματος [ή της πολυθρόνας ή του καναπέ]» — το ερεισίνωτο, το μέρος όπου ο καθισμένος ακουμπά την πλάτη του
β) «η ράχη του μαχαιριού» — η αντίθετη προς την κόψη του μαχαιριού πλευρά
γ) «του γύρισε τη ράχη» — του φέρθηκε με περιφρόνηση
δ) «τον τρώει η ράχη του» — προκαλεί και μπορεί να τον δείρουν
ε) «τον έχω στη ράχη μου» — τον συντηρώ
στ) «έχει ενενήντα χρόνια στη ράχη του» — είναι ενενήντα ετών
αρχ.
1. η πλάγια πλευρά του ρινικού οστού («τὰ δ' ἑκατέρωθεν ἐπὶ τὰ μῆλα νεύοντα ὀστώδη ῥινὸς ῥάχις», Πολυδ.)
2. η εξωτερική άκρη τών πλοκαμιών του χταποδιού
3. ο κορμός του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥᾰχις ανάγεται στην ΙΕ ρίζα wrăgh- ή wrāgh- (με -α-, πρβλ. ῥᾱχός) με σημ. «αγκάθι, μύτη, κορυφή» και συνδέεται με λιθουαν. ražys «καλαμιώνας με σιτηρά», ražas «καλαμιώνας, ξερό κλαδί». Στην ίδια ρίζα ανάγεται πιθ. και ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὀρήχου τῆς αἱμασιᾶς, όπου το ὀ- αποτελεί πιθ. διαφορετική αντιπροσώπευση του αρκτικού F. Η σύνδεση, τέλος, της λ. με τους τ. ῥαχία και ῥάσσω παραμένει ανεπιβεβαίωτη. Για τη σχέση ανάμεσα στη σημ. της λ. ῥάχις «σπονδυλική στήλη» και τη σημ. της ρίζας «αγκάθι, μύτη» (πρβλ. και ῥαχός «ακανθώδης θάμνος, φράχτης από αγκαθωτά κλαδιά») πρβλ. και τις ανάλογες σημ. τών λέξεων: ἄκανθα «αγκάθι, σπονδυλική στήλη ψαριού», λατ. spina «αγκάθι, ράχη», γαλλ. epine dorsale «ραχοκοκαλιά» (< epine «αγκάθι»), βλ. λ. άκανθα].
(II)
ἡ, Α
το ῥάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ῥάχος, το, με αλλαγή γένους].