ες,
A sooty, Dsc.1.68.6.
[Seite 369] ες, rußartig, rußig.
ἀσβολώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀσβόλῳ, ἀσβολώδει δὲ καὶ οὐ καθαρῷ Διοσκ. 1. 83· «λιγνυῶδες, τὸ ἀσβολῶδες καὶ καπνῶδες» Ἐτυμ. Μ. 565. 26.