ἀσβολώδης

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσβολώδης Medium diacritics: ἀσβολώδης Low diacritics: ασβολώδης Capitals: ΑΣΒΟΛΩΔΗΣ
Transliteration A: asbolṓdēs Transliteration B: asbolōdēs Transliteration C: asvolodis Beta Code: a)sbolw/dhs

English (LSJ)

ες, sooty, Dsc.1.68.6.

Spanish (DGE)

-ες fuliginoso, ἀτμός Dsc.1.68.

German (Pape)

[Seite 369] ες, rußartig, rußig.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσβολώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀσβόλῳ, ἀσβολώδει δὲ καὶ οὐ καθαρῷ Διοσκ. 1. 83· «λιγνυῶδες, τὸ ἀσβολῶδες καὶ καπνῶδες» Ἐτυμ. Μ. 565. 26.

Greek Monolingual

-ες (AM ἀσβολώδης, -ες) άσβολος
1. αυτός που είναι μαύρος σαν την καπνιά
2. ο γεμάτος καπνιά.