ἰθύρροπος
English (LSJ)
[ῑ], ον, (ῥοπή)
A hanging perpendicularly, Hp.Art.44.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθύρροπος: ῑ, ον, (ῥοπὴ) κρεμάμενος καθέτως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809.
[ῑ], ον, (ῥοπή)
A hanging perpendicularly, Hp.Art.44.
ἰθύρροπος: ῑ, ον, (ῥοπὴ) κρεμάμενος καθέτως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809.