ἰθύρροπος

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθύρροπος Medium diacritics: ἰθύρροπος Low diacritics: ιθύρροπος Capitals: ΙΘΥΡΡΟΠΟΣ
Transliteration A: ithýrropos Transliteration B: ithyrropos Transliteration C: ithyrropos Beta Code: i)qu/rropos

English (LSJ)

[ῑ], ον, (ῥοπή) hanging perpendicularly, Hp.Art.44.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθύρροπος: ῑ, ον, (ῥοπὴ) κρεμάμενος καθέτως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809.

Greek Monolingual

ἰθύρροπος, -ον (Α)
αυτός που κρέμεται κάθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -ρροπος (< ροπή), πρβλ. ετερόρροπος, ισόρροπος].

German (Pape)

sich gerade senkend, Hippocr.