ον, (φήμη)
A very famous, Archil. 63, Orph.A.24, Poll.5.158. II in bad sense, notorious, Paul.Al. N.3.
[Seite 599] sehr bekannt, berühmt, Orph. Arg. 24.
περίφημος: -ον, (φήμη) ὡς καὶ νῦν, λίαν πεφημισμένος, Ὀρφ. Ἀργ. 24, Πολυδ. Ε΄, 158.