θόρναξ: «ὑποπόδιον Κύπριοι, ἢ ἱερὸν Ἀπόλλωνος ἐν τῇ Λακωνικῇ. ἀπό τε Θόρνακος Θορνάκιος Ἀπόλλων» Ἡσύχ.