τρίβαφος

Revision as of 09:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

English (LSJ)

ον,

   A thrice-dyed, i. e. of genuine dye, Lyd.Mag.1.7 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1140] dreimal in die Farbe getaucht, d. i. echt gefärbt, Io. Laur. Lyd. mens. 1, 17.

Greek (Liddell-Scott)

τρίβᾰφος: -ον, τρὶς βεβαμμένος, δηλ. καλῶς βεβαμμένος, τραβαία δὲ εἴρηται ὡσανεὶ τρίβαφος· ἐκ τριῶν γὰρ ἀποτελεῖται χρωμάτων Ἰω Λυδ. 1. 7.