τρίβαφος
From LSJ
English (LSJ)
τρίβαφον, thrice-dyed, i.e. of genuine dye, Lyd.Mag.1.7 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 1140] dreimal in die Farbe getaucht, d. i. echt gefärbt, Io. Laur. Lyd. mens. 1, 17.
Greek (Liddell-Scott)
τρίβᾰφος: -ον, τρὶς βεβαμμένος, δηλ. καλῶς βεβαμμένος, τραβαία δὲ εἴρηται ὡσανεὶ τρίβαφος· ἐκ τριῶν γὰρ ἀποτελεῖται χρωμάτων Ἰω Λυδ. 1. 7.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο τρεις φορές βαμμένος, δηλαδή ο καλά ή ανεξίτηλα βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -βαφος (< βαφή), πρβλ. δίβαφος].