περιοδευτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of a περιοδευτής : -κά, τά, inspector's report, PLips.105.16 (i/ii A. D.). 2 of medical treatment, systematic, Dsc.Ther.Praef. (dub.). 3 making a systematic study of, μαθημάτων Ptol.Tetr.57. 4 = περιοδικός 11, χρόνοι Placit.2.4.13.
German (Pape)
[Seite 584] ή, όν, zum Herumgehen gehörig, geneigt, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
περιοδευτικός: -ή, -όν, ἐπὶ ἰατρικῆς θεραπείας, συστηματικός, Διοσκ. 7 ἐν τῷ Προοιμ. ΙΙ. ὁ ἱκανὸς νὰ περιλάβῃ τι, δεκτικός, τινος Πτολεμ. Τετράβ. 57, 16.