συστηματικός
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
συστηματική, συστηματικόν,
A of or like an organized whole, systematic, Plu.2.1142f, S.E. M.7.41, Anon. in Tht.15.6; σ. μέτρα forming a complete system, Heph.Poëm.3, etc.; cf. σύστημα 7.
2 constitutive, μονάς Anatol. ap. Theol.Ar.8.
II σ. ἀνωμαλία, of the pulse, opp. κατὰ μίαν πληγήν, Gal.8.502, 9.279; of the breathing, Id.7.800.
German (Pape)
[Seite 1044] ή, όν, 1) zu einem Ganzen verbunden, im Gegensatz von ἁπλοῦς, S. Emp. adv. log. 1, 41; geordnet, in ein Lehrgebäude einer Kunst, Wissenschaft gebracht, systematisch. – 2) bei sp. Aerzten = angehäuft; bes. vom Pulse, σφυγμὸς συστηματικός, gedrängter Pulsschlag.
Russian (Dvoretsky)
συστηματικός:
1 упорядоченный, систематический Sext.;
2 муз. касающийся созвучий: μεταβολαὶ συστηματικαί Plut. смены созвучий;
3 стих. образующий систему (μέτρα).
Greek (Liddell-Scott)
συστημᾰτικός: -ή, -όν, ὁ συναποτελῶν ἓν σύστημα, ὁ ὠργανωμένος εἰς ἓν ὅλον, Πλούτ. 2. 1142F, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 41· σ. μέτρα, ἀποτελοῦντα τέλειον σύστημα, Ἡφαίστ. 111, κλπ., πρβλ. σύστημα 7. ΙΙ. σ. σφυγμός, ταχὺς καὶ ἀνώμαλος συγμός, Γαλην.· σ. ἀνωμαλία ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
-ή, -ό/ συστηματικός, -ή, -όν, ΝΑ σύστημα, -ατος]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύστημα
2. αυτός που ενεργεί ή αυτός που γίνεται με σύστημα (α. «συστηματικός μελετητής» β. «συστηματική έρευνα»)
3. (με καλή σημ.) αυτός που στις σκέψεις και στις πράξεις του εφαρμόζει κανόνες τους οποίους έχει καθορίσει ο ίδιος («είναι συστηματικός σε κάθε δουλειά που αναλαμβάνει»)
4. το θηλ. ως ουσ. η συστηματική
βιολ. βιολογικός κλάδος ο οποίος εξετάζει την ιεραρχημένη ταξινόμηση τών οργανισμών και περιλαμβάνει την περιγραφή τους και την ανάλυση τών πιθανών φυλογενετικών σχέσεων τους, καθώς και την ανάλυση τών σημαντικών διακριτικών χαρακτηριστικών τους
5. φρ. α) «συστηματική ανάλυση»
(μετεωρ.) η μελέτη του ρόλου τών αλληλεπιδράσεων μέσα στην ατμόσφαιρα, η οποία συμβάλλει στην κατανόηση τών διαφόρων ατμοσφαιρικών φαινομένων
β) «συστηματική θεολογία» — κλάδος της θεολογίας ο οποίος περιλαμβάνει τα μαθήματα της δογματικής, της ιστορίας δογμάτων, της συμβολικής, της απολογητικής και γενικότερα τα μαθήματα για τη συστηματική ανάπτυξη του περιεχομένου της χριστιανικής πίστης
γ) «συστηματική νόσος»
ιατρ. νόσος που προσβάλλει εκλεκτικά τους ιστούς ενός ανατομικού συστήματος οπουδήποτε και αν εντοπίζονται στον οργανισμό
δ) «συστηματικό παραλήρημα»
(ψυχιατρ.) παραλήρημα στο οποίο οι παραληρηματικές ιδέες οργανώνονται προοδευτικά έτσι ώστε να δίνουν την εντύπωση ύπαρξης ειρμού και λογικής
αρχ.
1. αυτός που συναποτελεί σύστημα, που είναι οργανωμένος σε σύστημα
2. ουσιώδης
3. ιατρ. (για τον σφυγμό ή την αναπνοή) κανονικός
4. φρ. «συστηματικὰ μέτρα» — μέτρα που αποτελούν τέλειο σύστημα (Ηφαιστ.).
επίρρ...
συστηματικώς και συστηματικά Ν
1. κατά τρόπο συστηματικό
2. κατά σύστημα, κατά κανόνα.