ες,
A full of caves, πέτρα X.An.4.3.11; τόπος Arist.Pr. 932a2; ὑπώρειαι Ph.Fr.36H.; τὰ ἀ. Corn.ND28. 2 like a cave, οἰκίαι Philostr.VS2.23.3.
ἀντρώδης: -ες, πλήρης σπηλαίων, πέτρα Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11. τόπος Ἀριστ. Προβλ. 23. 5, 1.