ἀντρώδης

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντρώδης Medium diacritics: ἀντρώδης Low diacritics: αντρώδης Capitals: ΑΝΤΡΩΔΗΣ
Transliteration A: antrṓdēs Transliteration B: antrōdēs Transliteration C: antrodis Beta Code: a)ntrw/dhs

English (LSJ)

ἀντρῶδες,
A full of caves, πέτρα X.An.4.3.11; τόπος Arist.Pr. 932a2; ὑπώρειαι Ph.Fr.36H.; τὰ ἀ. Corn.ND28.
2 like a cave, οἰκίαι Philostr.VS2.23.3.

Spanish (DGE)

-ες
1 cavernoso, lleno de cuevas πέτρα X.An.4.3.11, τόπος Arist.Pr.932a2, ὑπωρείαι Ph.Fr.36
subst. τὰ ἀ. parajes cavernosos Corn.ND 28.
2 semejante a una cueva de la casa del monte en que Jeremías depositó el tabernáculo, LXX 2Ma.2.5, de las casas de los suburbios, Philostr.VS 606.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
rempli de cavernes, caverneux.
Étymologie: ἄντρον, -ωδης.

German (Pape)

ες, voll von Höhlen, πέτρα Xen. An. 4.3.11.

Russian (Dvoretsky)

ἀντρώδης: изобилующий пещерами, пещеристый (πέτρα Xen.: τόπος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντρώδης: -ες, πλήρης σπηλαίων, πέτρα Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11. τόπος Ἀριστ. Προβλ. 23. 5, 1.

Greek Monolingual

ἀντρώδης (-ους), -ες (Α)
αυτός που έχει πολλές σπηλιές.

Greek Monotonic

ἀντρώδης: -ες (εἶδος), γεμάτος από σπηλιές, σε Ξεν.

Middle Liddell

εἶδος
full of caves, Xen.