σιτιστός

Revision as of 09:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,= σιτευτός, Ev.Matt.22.4, J.AJ8.2.4, Ath.14.656e.

German (Pape)

[Seite 885] adj. verb. von σιτίζω, genährt, gefüttert, gemästet, ὄρνιθες Ath. XIV, 656 e.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτιστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σιτίζω, = σιτευτός, Ἀθήν. 656Ε, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 4, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 2, 4.