σιτευτός

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτευτός Medium diacritics: σιτευτός Low diacritics: σιτευτός Capitals: ΣΙΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: siteutós Transliteration B: siteutos Transliteration C: siteftos Beta Code: siteuto/s

English (LSJ)

σιτευτή, σιτευτόν, fed up, fatted, παῖδες X.An.5.4.32; of beasts, PCair.Zen.350.4 (iii B.C.), LXX Jd.6.25 (cod. A), Plb.38.8.7, Ev.Luc.15.23, al.; σ. χήν Epig.2, PGrad.2.9 (iii B.C., pl.), PCair.Zen.26 (a).4 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 885] gemästet; Xen. An. 5, 4, 32; Pol. 39, 2, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
engraissé.
Étymologie: σιτεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτευτός -ή -όν [σιτεύω] vetgemest.

English (Strong)

from a derivative of σῖτος; grain-fed, i.e. fattened: fatted.

English (Thayer)

(σιτίον) σιτιου, τό (diminutive of σῖτος);
1. corn, grain: L T Tr WH. In secular writings also,
2. food made from grain (Herodotus 2,36).
3. eatables, victuals, provisions (Herodotus), Aristophanes, Xenophon, Plato, Demosthenes, others).

Greek Monolingual

-ή, -ό / σιτευτός, -ή, -όν, ΝΜΑ σιτεύω
(για ζώα και πτηνά) καλοθρεμμένος, αυτός που έχει παχύνει με άφθονη τροφή, θρεφτάρι (α. «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», ΚΔ.
β. «σιτευτοῖς βουσίν», Πολ.
γ. «χῆνας σιτευτάς», πάπ.).

Greek Monotonic

σῑτευτός: -ή, -όν, καλοταϊσμένος, θρεμμένος, αυτός που έχει παχυνθεί, μοσχαναθρεμμένος, σε Ξεν., Κ.Δ.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτευτός: -ή, -όν, τρεφόμενος, παχυνόμενος, τεθραμμένος, παχύς, παῖδες Ξεν. Ἀν. 5. 4, 32· ἐπὶ κτηνῶν, Πολύβ. 39. 2, 7, Καιν. Διαθ.· σ. χήν, Λατ. altilis, Ἐπιγέν. ἐν «Βάκχ.» 2, κτλ.

Middle Liddell

σῑτευτός, ή, όν
fed up, fatted, Xen., NTest. [from σιτεύω

Chinese

原文音譯:siteutÒj 西跳拖士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:穀粒的 相當於: (בָּרִיא‎) (מַרְבֵּק‎)
字義溯源:餵飽了的,餵肥的,肥的;源自(σιτίον / σῖτος)*=穀類,麥)
出現次數:總共(3);路(3)
譯字彙編
1) 肥(3) 路15:23; 路15:27; 路15:30

Mantoulidis Etymological

(=παχύς). Ἀπό τό σιτεύω (=παχαίνω), πού παράγεται ἀπό τό σῖτος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.