σιτευτός
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
σιτευτή, σιτευτόν, fed up, fatted, παῖδες X.An.5.4.32; of beasts, PCair.Zen.350.4 (iii B.C.), LXX Jd.6.25 (cod. A), Plb.38.8.7, Ev.Luc.15.23, al.; σ. χήν Epig.2, PGrad.2.9 (iii B.C., pl.), PCair.Zen.26 (a).4 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 885] gemästet; Xen. An. 5, 4, 32; Pol. 39, 2, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
engraissé.
Étymologie: σιτεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτευτός -ή -όν [σιτεύω] vetgemest.
English (Strong)
from a derivative of σῖτος; grain-fed, i.e. fattened: fatted.
English (Thayer)
(σιτίον) σιτιου, τό (diminutive of σῖτος);
1. corn, grain: L T Tr WH. In secular writings also,
2. food made from grain (Herodotus 2,36).
3. eatables, victuals, provisions (Herodotus), Aristophanes, Xenophon, Plato, Demosthenes, others).
Greek Monolingual
-ή, -ό / σιτευτός, -ή, -όν, ΝΜΑ σιτεύω
(για ζώα και πτηνά) καλοθρεμμένος, αυτός που έχει παχύνει με άφθονη τροφή, θρεφτάρι (α. «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», ΚΔ.
β. «σιτευτοῖς βουσίν», Πολ.
γ. «χῆνας σιτευτάς», πάπ.).
Greek Monotonic
σῑτευτός: -ή, -όν, καλοταϊσμένος, θρεμμένος, αυτός που έχει παχυνθεί, μοσχαναθρεμμένος, σε Ξεν., Κ.Δ.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτευτός: -ή, -όν, τρεφόμενος, παχυνόμενος, τεθραμμένος, παχύς, παῖδες Ξεν. Ἀν. 5. 4, 32· ἐπὶ κτηνῶν, Πολύβ. 39. 2, 7, Καιν. Διαθ.· σ. χήν, Λατ. altilis, Ἐπιγέν. ἐν «Βάκχ.» 2, κτλ.
Middle Liddell
σῑτευτός, ή, όν
fed up, fatted, Xen., NTest. [from σιτεύω
Chinese
原文音譯:siteutÒj 西跳拖士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:穀粒的 相當於: (בָּרִיא) (מַרְבֵּק)
字義溯源:餵飽了的,餵肥的,肥的;源自(σιτίον / σῖτος)*=穀類,麥)
出現次數:總共(3);路(3)
譯字彙編:
1) 肥(3) 路15:23; 路15:27; 路15:30
Mantoulidis Etymological
(=παχύς). Ἀπό τό σιτεύω (=παχαίνω), πού παράγεται ἀπό τό σῖτος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.