ἀπόνηρος
English (LSJ)
ον, (πονηρός)
A not vicious, harmless, Ptol.Tetr.163. 2 Medic., not malignant, πυρετοί Antyll. ap. Orib.5.29.8. II (πόνηρος) not taking pains, c. inf., D.H.Lys.15.
German (Pape)
[Seite 316] ohne Falsch, schuldlos, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόνηρος: -ον, ὁ ἄνευ πονηρίας ἢ κακίας, ἄκακος, Διον. Ἀλ. περὶ Λυσ. 487. ― Ἐπίρρ. -ρως Εὐστ. Πονημάτ. 210. 60.