πήρωσις

Revision as of 09:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A maiming, disabling in the limbs or senses, γῆρας ὁλόκληρός ἐστι π. Democr.296, cf. Arist.EN1131a9 : freq. in pl., Hp.Art.61, Pl.Lg. 874e, 925e, Arist.EN1148b17 ; νόσοι καὶ πηρώσεις ib.1145a31 ; πήρωσις τῶν ὀφθαλμῶν Plu.2.633c, Luc.DMar.2.4 (abs., blindness, Dsc.2.180, Plu.2.791d, Luc.Dom.29) ; ἀκοῆς Plu.2.167c : generally, π. τινὸς αἰσθήσιος Aret.SD1.4; π. ψυχῆς Man.4.518 ; of plants, Thphr.HP2.4.3, 4.14.8 (pl.).

German (Pape)

[Seite 611] ἡ, die Beschädigung, Verstümmelung an den Gliedern und Sinnenwerkzeugen; ἐκ τραυμάτων, Plat. Legg. IX, 874 e; σωμάτων νοσήματα καὶ πηρώσεις, XI, 925 e; Arist. u. Sp., bes. Blindheit, Luc. dom. 29; ὀφθαλμῶν, D. Mar. 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

πήρωσις: ἡ, βλάβη μέρους τινὸς τοῦ σώματος ἢ τῶν αἰσθήσεων, ἀτέλεια, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827, Πλάτ. Νόμ. 874Ε, 925Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 2, 13, κτλ.· π. τῶν ὀφθαλμῶν Πλούτ. 2. 633C, Λουκ. Ἐναλ. Διάλ. 2. 4· (καὶ ἀπολ., τύφλωσις, Πλούτ. 2. 791D, Λουκ. π. Οἴκ. 29)· τῆς ἀκοῆς Πλούτ. 2. 167C· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 3., 7. 5, 1. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, Κράτης ἐν «Θηβ.» 1. 7.