ἡ,= Lat.
A scala, stairs, gangway of a ship, etc., Poll.1.93, Hsch.
σκάλα: ἡ, = τῷ Λατ. scala, κλῖμαξ, ἀναβάθρα πλοίου, κτλ., Πολυδ. Α΄, 93, Βυζ.· - ἐν Θεοφ. Κοντ. 687 φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸν ἀναβολέα (ὡς καὶ νῦν ἔτι).