ἀναβάθρα

German (Pape)

[Seite 179] ἡ, Leiter zum Hinaufsteigen, bes. auf's Schiff, Luc. Mort. 10, 9. 10.

Russian (Dvoretsky)

ἀναβάθρα:
1 Luc. = ἀναβαθμός;
2 сходни, мостки Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβάθρα: ἡ, κάθισμα, αἱ ἀναβάθραι αἱ Στοϊκαὶ Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 4436b. β) ξύλινον πρόχειρον οἰκοδόμημα, ἐξέδρα: «ἐν τῇ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ ἑορτῇ γίνεται διὰ ξύλων ἀναβάθρα ἐν τῷ τρικλίνῳ ἣν καὶ ἐνδύνουσι βλαττίῳ κοκκίνῳ» Κωδινὸς περὶ Ὀφ. Παλ. Κωνστ. Κεφ. 14. 25.

Greek Monolingual

η (Α ἀναβάθρα)
κινητή σκάλα (στα νεοελλ. κυρίως η εξωτερική κινητή σκάλα τών πλοίων)
μσν.
ξύλινη εξέδρα
αρχ.
κάθισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βάθρα < βαίνω].