δυσκατέργαστος
English (LSJ)
ον,
A hard to work, λίθος Str.17.1.33; καρποὶ - ότεροι slower to mature, Thphr.CP1.14.4; hard of digestion, Dsc.2.93, Ph.2.244. II = δυσκατάπρακτος, X.Mem.4.2.7 (Comp.). III hard to tame, γένος ταύρων Agatharch.76 (Sup.); hard to overcome, Luc.Tyr. 15.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu bearbeiten, λίθος Strab. XVII p. 808; Poll. 5, 105; – schwer zu verdauen, Theophr.; vgl. Ath. II, 42 c; – schwer zu erarbeiten, zu erreichen, im compar., Xen. Mem. 4, 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατέργαστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατεργασθῇ τις, λίθος, Στράβ. 808· καρποὶ δυσκατεργαστότεροι, δυσπεπτότεροι, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 14, 4. ΙΙ. = δυσκατάπρακτος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 7, ἐν τῷ συγκρ.