δυσκατάπρακτος
From LSJ
English (LSJ)
δυσκατάπρακτον, hard to effect, X.Cyr.8.7.12 (Comp.).
Spanish (DGE)
-ον
difícil de realizar τὸ δὲ δυσκαταπρακτοτέρων ... ἐρᾶν X.Cyr.8.7.12, cf. Poll.3.131.
German (Pape)
[Seite 682] schwer auszuführen, Xen. Cyr. 8, 7, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à accomplir.
Étymologie: δυσ-, καταπράσσω.
Russian (Dvoretsky)
δυσκατάπρακτος: трудно исполнимый, нелегкий Xen.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάπρακτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατορθώσῃ τις, δυσκατόρθωτος, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 12.
Greek Monolingual
δυσκατάπρακτος, -ον (Α)
δυσκολοκατόρθωτος.
Greek Monotonic
δυσκατάπρακτος: -ον (καταπράσσω), δύσκολος στο να πραγματοποιηθεί, ακατόρθωτος, σε Ξεν.
Middle Liddell
δυσ-κατάπρακτος, ον καταπράσσω
hard to effect, Xen.