παρατρυγάω

Revision as of 09:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

   A pluck grapes, Aristaenet.1.3 : metaph., of love, ὀμφακίζῃ παρατρυγῶν παιδισκάριον ἄωρον Id.2.7.

German (Pape)

[Seite 504] nebenbei oder verstohlener Weise Trauben abpflücken, ablesen, übtr., Σικελὸς ὀμφακί. ζει παρατρυγῶν παιδισκάριον καὶ τοῦ φιλήματος ἀμαθές, Aristaen. 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

παρατρῠγάω: τρυγῶ πρὸ τῆς ὥρας, τρυγῶ ἄωρα σταφύλια, ἐντεῦθεν μεταφορ., ὡς τὸ ὀμφακίζομαι, ἐπὶ λαθραίου ἔρωτος, Σικελὸς ὀμφακίζεται Πεδοκλῆς παρατρυγῶν παιδισκάριον καὶ τοῦ φιλήματος ἀμαθὲς Ἀρισταίν. 2. 7.