παρατρυγάω
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
pluck grapes, Aristaenet.1.3: metaph., of love, ὀμφακίζῃ παρατρυγῶν παιδισκάριον ἄωρον Id.2.7.
German (Pape)
[Seite 504] nebenbei oder verstohlener Weise Trauben abpflücken, ablesen, übtr., Σικελὸς ὀμφακί. ζει παρατρυγῶν παιδισκάριον καὶ τοῦ φιλήματος ἀμαθές, Aristaen. 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
παρατρῠγάω: τρυγῶ πρὸ τῆς ὥρας, τρυγῶ ἄωρα σταφύλια, ἐντεῦθεν μεταφορ., ὡς τὸ ὀμφακίζομαι, ἐπὶ λαθραίου ἔρωτος, Σικελὸς ὀμφακίζεται Πεδοκλῆς παρατρυγῶν παιδισκάριον καὶ τοῦ φιλήματος ἀμαθὲς Ἀρισταίν. 2. 7.